GBK glossarySearch the glossaries created from glossary-building KudoZ (GBK) questions. | To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise. |
ホーム - ギリシャ語
- 医療(一般)
- Search
- Term
- δείκτης θνητότητας, ποσοστό θνητότητας
- Additional fields of expertise
- Definition(s)
- Η θνητότητα είναι το ποσοστό των νοσούντων από ένα συγκεκριμένο νόσημα που θα πεθάνει, μέσα σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, εξαιτίας του νοσήματος αυτού mednet.gr - by Nick Lingris
- Example sentence(s)
- θνητότητα, ΟΧΙ θνησιμότητα. Ο αριθμός των νεκρών από μια νόσο αποκαλείται θνητότητα. Στο Λεξικό μου ορίζω τη θνητότητα ως : «ΙΑΤΡ. ο αριθμός των θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό περιπτώσεων εκδήλωσης νόσου από τη συγκεκριμένη νόσο, εκφραζόμενος σε ποσοστά επί τοις εκατό (%) ή επί τοις χιλίοις (‰)» - καθ. Γ. Μπαμπινιώτης by Nick Lingris
- Μια δεύτερη συχνή σύγχυση γίνεται ανάμεσα στους όρους θνητότητα (fatality) και θνησιμότητα (mortality) σχετικά με την Covid-19. Ο δείκτης θνητότητας (fatality rate) αφορά το ποσοστό των θανατηφόρων περιστατικών, με άλλα λόγια την αναλογία των θανάτων σε σχέση με τους νοσούντες. - in.gr by Nick Lingris
- Fatality rate – Δείκτης θνητότητας. Αριθμός θανάτων / άτομα που έχουν προσβληθεί από τη νόσο (συνήθως ανά 1000 ή 100.000 άτομα) - π.χ. ψηλή θνητότητα έχουν ο ιός της βουβωνικής πανώλης και ο ιός EBOLA, χαμηλή θνητότητα έχουν ο ιός του κοινού κρυολογήματος και οι αρθροπάθειες. - Παν. Κρήτης by Nick Lingris
- Related KudoZ question
Compare [close] - トルコ語
- 医療(一般)
- Search
- Term
- Additional fields of expertise
- Definition(s)
- You can find it being used in the following link
https://dergipark.org.tr/tr/download/article-file/546064 medical website - by Aziz Kural
- Example sentence(s)
- Related KudoZ question
- Compare this term in: アルバニア語, アルバニア語, アルバニア語, アラビア語, アラビア語, アラビア語, 中国語, 中国語, 中国語, ギリシャ語, ギリシャ語, 英語, スペイン語, スペイン語, スペイン語, エストニア語, エストニア語, エストニア語, ペルシャ語, ペルシャ語, ペルシャ語, フランス語, フランス語, フランス語, ハンガリー語, ハンガリー語, ハンガリー語, イタリア語, イタリア語, イタリア語, ポーランド語, ポーランド語, ポーランド語, ポルトガル語, ポルトガル語, ポルトガル語, ルーマニア語, ロシア語, ロシア語, ロシア語, スロヴァキア語, スロヴァキア語, スロヴァキア語, スロヴァキア語, スロヴェニア語, スロヴェニア語, スロヴェニア語, スロヴェニア語, トルコ語, トルコ語, ウクライナ語, ウクライナ語, ウクライナ語
| | The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license. | | | | X Sign in to your ProZ.com account... | | | | | | |