Translation glossary: corp

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 118
Next »
 
(administrative) receivershipαναγκαστική/δικαστική/έκτακτη διαχείριση (+ περιουσίας εν χρεωκοπία), διαχείριση πτώχευσης 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
A.E.B.E. (/ ΑΕΒΕ)Commercial & Industrial S.A. 
ギリシャ語 から 英語
answer to a statement of claimπροτάσεις αγωγής 
英語 から ギリシャ語
anti-dilution sharesμετοχές με πρόβλεψη αποφυγής απομείωσης 
英語 から ギリシャ語
AP. M.A.E (/ MAE)S.A. Registry Number 
ギリシャ語 から 英語
articles of merger / consolidationκαταστατικό συγχώνευσης / ενοποίησης 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
authorised share capitalεγγεγραμμένο / εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιό 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
building societyεταιρεία κτηματικής πίστης, κτηματική εταιρεία, στεγαστικό ταμιευτήριο, εταιρεία στεγαστικών δανείων, οικοδομικός συνεταιρισμός 
英語 から ギリシャ語
certificate of discontinuanceβεβαίωση διακοπής εργασιών 
英語 から ギリシャ語
certificate of good standingπιστοποιητικό νόμιμης σύστασης και λειτουργίας 
英語 から ギリシャ語
certificate of incumbencyβεβαίωση περί διευθυντικών στελεχών και μετόχων 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
collateral agentδιαχειριστές εγγυήσεων/εξασφαλίσεων, ενεχυρούχος δανειστής 
英語 から ギリシャ語
collateral agentδιαχειριστές εγγυήσεων/εξασφαλίσεων, ενεχυρούχος δανειστής 
英語 から ギリシャ語
consolidated/unconsolidated state of affairsενοποιημένη και μη ενοποιημένη κατάσταση, οικονομική κατάσταση της εταιρείας σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
corporate debt securitiesεταιρικά ομόλογα, εταιρικοί χρεωστικοί τίτλοι 
英語 から ギリシャ語
court-ordered / voluntary liquidationδικαστική / εκούσια εκκαθάριση 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
cycle meetingsετήσιες συναντήσεις 
英語 から ギリシャ語
debt assetsχαρτοφυλάκια δανείων ενεργητικού 
英語 から ギリシャ語
deed of adherenceπράξη τήρησης (της σύμβασης), πράξη προσχώρησης 
英語 から ギリシャ語   法: 契約
defaulting (/default) shareholderυπερήμερος μέτοχος, οφειλέτης-μέτοχος 
英語 から ギリシャ語
down roundστρογγυλοποίηση προς τα κάτω 
英語 から ギリシャ語
equity(ies)κοινή/-ές μετοχή/-ές, τακτική/-ές μετοχή/-ές, συνήθης/-θεις μετοχή/-ές, τίτλος/-οι μετοχικού κεφαλαίου, τίτλος/-οι συμμετοχής, συμμετοχικός/-οί τίτλος/-οι, τίτλος/-οι συμμετοχής 
英語 から ギリシャ語
executed as deedγια πίστωση των ανωτέρω συντάχθηκε 
英語 から ギリシャ語
facility timeσυνδικαλιστική άδεια 
英語 から ギリシャ語
fiduciary dutiesκαταπιστευτικά καθήκοντα 
英語 から ギリシャ語
first option / right of first refusalδικαίωμα προτίμησης/δικαίωμα πρώτης άρνησης 
英語 から ギリシャ語
fractional (part of) share; fractional certificateκλάσμα μετοχής; κλασματικό πιστοποιητικό 
英語 から ギリシャ語   投資/証券
garnishmentκατάσχεση των (εις χείρας τρίτου) χρημάτων του οφειλέτη 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
given at [...]τηρείται στον/-η/-ο [...] 
英語 から ギリシャ語
going concernσυνεχιζόμενη δραστηριότητα, λειτουργούσα επιχείρηση 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
good standingυπό καθεστώς «καλώς έχειν» * ταμειακή ενημερότητα * ασκών/-ούσα νομίμως το λειτούργημά του»/της * [πιστοποιητικό] νόμιμη σύστασης και λειτουργία 
英語 から ギリシャ語
Insolvency ActΝόμος Περί Αφερεγγυότητας 
英語 から ギリシャ語   ビジネス/商業(一般)
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ / Κ.Β.Σ.)Hellenic Code of Accounting Books and Records 
ギリシャ語 から 英語
ΚΑΚ - κωδικός αριθμός καταχώρησηςentry code number 
ギリシャ語 から 英語
Τ.Α.Π.Ε.Τ. (/ ΤΑΠΕΤ)Mutual Service Fund of the Personnel of the Government Printing Office 
ギリシャ語 から 英語
άδεια σύστασης εταιρίαςlicence of establishment; certificate of incorporation 
ギリシャ語 から 英語
ένωση προσώπωνassociation (of persons) 
ギリシャ語 から 英語
έξοδα λειτουργίας διάθεσηςselling expenses 
ギリシャ語 から 英語   会計
έξοδα χρήσης δεδουλευμέναaccrued expenses 
ギリシャ語 から 英語   会計
ανώνυμη εταιρείαpublic limited company (UK) 
ギリシャ語 から 英語
ανέγκλητος λογαριασμόςaccount in good standing 
ギリシャ語 から 英語
αναγγελία έναρξης άσκησης επαγγέλματοςdeclaration of commencement of business/activity 
ギリシャ語 から 英語
αναγκαστική εκποίηση εξασφάλισηςrepossession of collateral , (enforced) execution of collateral, selling the collateral , 
ギリシャ語 から 英語
αξιόγραφοsecurity, note, title, commercial paper 
ギリシャ語 から 英語
αξιόγραφοsecurity; instrument 
ギリシャ語 から 英語
αξιόγραφοsecurity; instrument 
ギリシャ語 から 英語
αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (ΑΜΚΕ, ΑμΚΕ)non-profit civil partnership 
ギリシャ語 から 英語
αφανής εταιρίαsilent/undisclosed partnership 
ギリシャ語 から 英語
αχυράνθρωποςdummy director, straw director, [γεν.] strawman 
ギリシャ語 から 英語
αυτοφειλέτης, πρωτοφειλέτηςprimary/principal/main debtor [also borrower/obligor] 
ギリシャ語 から 英語   法: 契約
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • 用語検索
  • 仕事
  • フォーラム
  • Multiple search